σιδηρόψυχος

σιδηρόψυχος
-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένια, σκληρή ψυχή, σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. λεοντό-ψυχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιδηροψύχους — σιδηρόψυχος iron hearted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”